- συλλαβικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στη συλλαβή: Συλλαβική γραφή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συλλαβικός — syllabic masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλαβικός — ή, ό / συλλαβικός, ή, όν, ΝΑ [συλλαβή] γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συλλαβή («συλλαβική γραφή» συλλαβογραφία) νεοελλ. φρ. «συλλαβική αύξηση» 1. γραμμ. αύξηση κατά μία συλλαβή στους ιστορικούς χρόνους ορισμένων ρημάτων 2. «συλλαβικό… … Dictionary of Greek
συλλαβικόν — συλλαβικός syllabic masc acc sg συλλαβικός syllabic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλαβικῆς — συλλαβικός syllabic fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλαβικῇ — συλλαβικός syllabic fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλαβική — συλλαβικός syllabic fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλαβικήν — συλλαβικός syllabic fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλαβικῶς — συλλαβικός syllabic adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλαβικῷ — συλλαβικός syllabic masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
isosilábico — ► adjetivo POESÍA Se aplica al verso, composición, sistema de versificación o palabra que tienen el mismo número de sílabas. * * * isosilábico, a (de «iso » y el gr. «syllabikós», silábico) adj. De igual número de sílabas. * * * isosilábico, ca.… … Enciclopedia Universal